-
1 ακριβής
ἀκριβάζωto be proud: fut ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀκρῑβῆς, ἀκριβήςexact: masc /fem acc pl (attic epic doric)ἀκρῑβῆς, ἀκριβήςexact: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
2 ἀκριβῆς
ἀκριβάζωto be proud: fut ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀκρῑβῆς, ἀκριβήςexact: masc /fem acc pl (attic epic doric)ἀκρῑβῆς, ἀκριβήςexact: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
3 ακριβής
-
4 ἀκριβής
-
5 ἀκριβής
ἀκριβής, ές (Heraclitus+; ins, pap, LXX; TestSol 4:1 D; Philo; Jos., Ant. 2, 60; Just., Tat., Ath.; Iren. 5, 2, 3 [Harv. II 324, 3]) exact, strict κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν according to the strictest sect Ac 26:5.—DELG. M-M. -
6 ἀκριβής
-ής,-ές + A 0-0-0-4-4=8 Est 4,5; DnLXX 2,45; 4,27(24); 6,13; Sir 18,29exact, precise, accurate Sir 31(34),24; τὸ ἀκριβές the precise meaning, the truth Est 4,5 Cf. WALTERS 1973 44.205-210 -
7 ἀκριβής
ἀκρῑβ-ής, ές,A exact, accurate, precise, E.El. 367, etc.;σημεῖον Th.1.10
;δίαιτα Hp.Aph.1.4
; τριταῖος returning precisely at its time, Id.Epid.1.24; γαλήνη complete calm, Jul. Or.1.25c.II of persons, precise, strict,δικασταί Th.3.46
; ;δεινὸς καὶ ἀ. Lys.7.12
; ἀ. τοῖς ὄμμασι sharp- sighted, Theoc.22.194; of arguments, Ar.Nu. 130;ἀ. μουσική E. Supp. 906
, etc.; τὸ ἀ., = ἀκρίβεια, Hp.VM9;τὸ πάνυ ἀ. Th.6.18
: freq.in Adv. - βῶς to a nicety, precisely, ἀ. εἰδέναι, ἐπίστασθαι, καθορᾶν, μαθεῖν, etc., Hdt.7.32, etc.;ἀ. οἶσθα A.Pr. 330
; opp. ἁπλῶς, Isoc.5.46; opp. τύπῳ (in outline, roughly), Arist.EN 1104a2: [comp] Comp. , Act.Ap.18.26: [comp] Sup. ; ἀ. καὶ μόλις with greatest difficulty, Plu.Alex.16:—also οὐκ εἰς ἀκριβὲς ἦλθες at the right moment, E.Tr. 901.c Astron., true, opp. φαινόμενος, Procl. Hyp.4.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκριβής
-
8 ακριβής
1) accurate2) exact3) neat4) preciseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακριβής
-
9 ακριβέστατ'
ἀκρῑβέστατα, ἀκριβήςexact: adverbial superlἀκρῑβέστατα, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc superl plἀκρῑβέστατε, ἀκριβήςexact: masc voc superl sgἀκρῑβέσταται, ἀκριβήςexact: fem nom /voc superl pl -
10 ἀκριβέστατ'
ἀκρῑβέστατα, ἀκριβήςexact: adverbial superlἀκρῑβέστατα, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc superl plἀκρῑβέστατε, ἀκριβήςexact: masc voc superl sgἀκρῑβέσταται, ἀκριβήςexact: fem nom /voc superl pl -
11 ακριβή
ἀκρῑβῆ, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀκρῑβῆ, ἀκριβήςexact: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀκρῑβῆ, ἀκριβήςexact: masc /fem acc sg (attic epic doric)——————ἀκριβάζωto be proud: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀκριβάζωto be proud: fut ind act 3rd sg (doric aeolic) -
12 ακριβεστέρα
ἀκρῑβεστέρᾱ, ἀκριβήςexact: fem nom /voc /acc comp dualἀκρῑβεστέρᾱ, ἀκριβήςexact: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ἀκρῑβεστέρᾱͅ, ἀκριβήςexact: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
13 ακριβέστερον
ἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: adverbial compἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: masc acc comp sgἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc comp sg -
14 ἀκριβέστερον
ἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: adverbial compἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: masc acc comp sgἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc comp sg -
15 τακριβέστερον
ἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: adverbial compἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: masc acc comp sgἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc comp sg -
16 τἀκριβέστερον
ἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: adverbial compἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: masc acc comp sgἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc comp sg -
17 ακριβεί
ἀκρῑβεῖ, ἀκριβήςexact: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἀκρῑβεῖ, ἀκριβήςexact: masc /fem /neut dat sg -
18 ἀκριβεῖ
ἀκρῑβεῖ, ἀκριβήςexact: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἀκρῑβεῖ, ἀκριβήςexact: masc /fem /neut dat sg -
19 ακριβείς
ἀκρῑβεῖς, ἀκριβήςexact: masc /fem acc plἀκρῑβεῖς, ἀκριβήςexact: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
20 ἀκριβεῖς
ἀκρῑβεῖς, ἀκριβήςexact: masc /fem acc plἀκρῑβεῖς, ἀκριβήςexact: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
ακριβής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς απόλυτα ορθός, κανονικός, σύμφωνος με την πραγματικότητα: Η πληροφορία που μας δόθηκε ήταν ακριβής. – Η ώρα που έχεις δεν είναι ακριβής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβῆς — ἀκριβάζω to be proud fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβής — ἀκρῑβής , ἀκριβής exact masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
ἀκριβέστατ' — ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact adverbial superl ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc superl pl ἀκρῑβέστατε , ἀκριβής exact masc voc superl sg ἀκρῑβέσταται , ἀκριβής exact fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβῆ — ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)